Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… … Dictionary of Greek
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek
Κάβρας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ευθύμιος. Προύχοντας από την Αργολίδα. Είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του 1769 και μετά την καταστολή της αναγκάστηκε να διαφύγει στη Βενετία. Επέστρεψε αργότερα χάρη στις σχέσεις του με τον Χουσεΐν μπέη και… … Dictionary of Greek
Τρότσκι, Λεβ Νταβίντοβιτς — (Γιάνοβκα, Χερσών 1879 – Πόλη του Μεξικού 1940). Ρώσος πολιτικός, ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της μπολσεβικικής επανάστασης του 1917. Το πραγματικό του όνομα ήταν Λέιμπα Μπρονστάιν. Γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια, μεσαίας κοινωνικής… … Dictionary of Greek
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
ανέκφευκτος — ἀνέκφευκτος, ον (Α) ο ανίκανος να διαφύγει, εκείνος που δεν μπορεί να δραπετεύσει 2. άφευκτος, αναπόφευκτος … Dictionary of Greek
απέραντος — η, ο (AM ἀπέραντος, ον) [περαίνω] αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος 2. αναρίθμητος, αμέτρητος αρχ. 1. (για χρόνο) ατελείωτος 2. ανεξάντλητος 3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος 4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν… … Dictionary of Greek
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek